Ληναΐτης

Ληναΐτης
Λην-ᾱΐτης [ῑ], ου, ,
A = Ληναϊκός, θόρυβος Ar.Eq.547 (anap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ληναΐτης — ληναΐτης, ὁ (Α) [Λήναι] ληναϊκός* …   Dictionary of Greek

  • Ληναίτης — Ληνᾱΐτης , Ληναίτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληναίτης — ληνᾱΐτης , Ληναίτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λήναι — Λῆναι και, κατά τον Ησύχ. στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α) οι Βάκχες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. λῆναι φαίνεται ότι έχει το η αρχικό στη ρίζα του (αφού δεν μαρτυρείται τ. λᾱναι), γεγονός που τόν διαχωρίζει από τον τ. ληνός (δωρ. λᾱνός) «πατητήρι»,… …   Dictionary of Greek

  • Ληναίτην — Ληνᾱΐτην , Ληναίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληναίτην — ληνᾱΐτην , Ληναίτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”